τιτλοφορώ — τιτλοφορώ, τιτλοφόρησα βλ. πίν. 73 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
τιτλοφορώ — τιτλοφόρησα, τιτλοφορήθηκα, τιτλοφορημένος 1. απονέμω τίτλο σε κάποιον. 2. χαρακτηρίζω κάτι με επίθετο: Ο Βασίλειος Β , που τιτλοφορείται Βουλγαροκτόνος. 3. καθορίζω τον τίτλο για κάτι: Τιτλοφόρησε «Γαλήνη» το έργο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τιτλοφόρηση — η, Ν η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού τιτλοφορώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < τιτλοφορώ. Η λ., στον λόγιο τ. τιτλοφόρησις, μαρτυρείται από το 1891 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
αναγράφω — (Α ἀναγράφω) 1. χαράζω, γράφω σε στήλη 2. εγγράφω, καταχωρίζω νεοελλ. παθ. γνωστοποιούμαι μέσω τού τύπου, δημοσιεύομαι αρχ. 1. γράφω, κάνω μνεία, περιγράφω (διεξοδικά ή σε γενικές γραμμές) 2. δίνω τίτλο σε κάποιο έργο, τιτλοφορώ, ονομάζω 3. σύρω… … Dictionary of Greek
προσαγορεύω — ΝΜΑ [ἀγορεύω] 1. προσφωνώ, απευθύνω σε κάποιον δημόσια χαιρετισμό, εκφωνώ χαιρετιστήρια αγόρευση 2. τιτλοφορώ κάποιον, αποκαλώ κάποιον με τον τίτλο που έχει ή που τού απονέμω αρχ. 1. χαιρετίζω («ἐν ταῑς ἐπιστολαῑς τοὺς φίλους προσαγορεύουσι»,… … Dictionary of Greek
προτιτλώ — όω, Μ βάζω τίτλο σε βιβλίο. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + τιτλῶ «τιτλοφορώ»] … Dictionary of Greek
τιτλώ — όω, ΜΑ [τίτλος] τιτλοφορώ μσν. (νομ.) επιδικάζω κάτι στο δημόσιο ταμείο («τοὺς διαφέροντας αὐτοῑς... οἴκους ἐτίτλωσεν», Μαλάλ. Ι.) αρχ. (ιδίως σχετικά με δούλο) στιγματίζω το σώμα κάποιου … Dictionary of Greek